- ἀσκοπήρα
- ἀσκοπήρα, ἡ,A scrip, wallet, Ar.Fr.577, Diph.55.2, prob. in Suet. Ner.45.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀσκοπήρα — ἀσκοπήρᾱ , ἀσκοπήρα scrip fem nom/voc/acc dual ἀσκοπήρᾱ , ἀσκοπήρα scrip fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασκοπήρα — ἀσκοπήρα, η (Α) ο δερμάτινος σάκος, το δισάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ασκός + πήρα, η «δερμάτινος σάκος, ταγάρι»] … Dictionary of Greek
ἀσκοπήραν — ἀσκοπήρᾱν , ἀσκοπήρα scrip fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασκός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Μεγάλος ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 480 μ., 1.493 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λαγκαδά του νομού Θεσσαλονίκης. Βρίσκεται στα δυτικά των υψωμάτων της Βόλβης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σόχου. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ.… … Dictionary of Greek